Τα πολυάριθμα κατάλοιπα της κεραμικής περιλαμβάνουν λίγα αγγεία με ζωγραφισμένα μοτίβα και πληθώρα αγγείων χωρίς γραπτή διακόσμηση. Αυτά τα απλούστερα αγγεία είχαν μεγάλη ποικιλία ως προς τα σχήματα και τα μεγέθη (κύπελλα, φιάλες, αγγεία με λαιμό, μικρά και μεγάλα πιθάρια, μαγειρικά σκεύη), η οποία αντικατοπτρίζει οικιακές χρήσεις από όλο το εύρος της καθημερινότητας. Προοδευτικά, προς το τέλος της 6ης χιλιετίας π.Χ., παρατηρείται αύξηση των πιθαριών, δηλαδή της αποθηκευτικής δραστηριότητας, και αξιοποίηση των πίσω χώρων του σπηλαίου για την τοποθέτησή τους. Οι τελευταίες αραιές, πιθανόν “τελετουργικές”, χρήσεις συνδέονται κυρίως με μικρά σκεύη και τους περιφερειακούς χώρους του σπηλαίου.
Κάποια από τα αγγεία χωρίς γραπτά σχέδια έφεραν ανάγλυφες μορφές διακόσμησης: πιο συνηθισμένη ήταν η τεχνική διακόσμησης με νυχιές η οποία επιβίωσε για πολλούς αιώνες δημιουργώντας μακρά παράδοση στη Θεόπετρα. Προοδευτικά, οι νυχιές συνδυάστηκαν με σχέδια από τη χρήση εργαλείου ή εμπιέσεις των δακτύλων. Κάποια αγγεία σερβιρίσματος και πόσεως κατασκευάζονταν με έντονη στίλβωση και ομοιογενή χρώματα (μαύρο ή κόκκινο). Ωστόσο, τα περισσότερα αγγεία ήταν λιγότερο έντονα στιλβωμένα και ελάχιστα ομοιογενή ως προς την απόχρωση. Παρουσίαζαν μάλλον εικόνα ποικιλοχρωμίας και πολυχρωμίας χάρη σε διάφορες τεχνικές επίχρισης και όπτησης που εφάρμοζαν οι κεραμείς: σε κάποιες περιπτώσεις δημιουργούνταν διαφορετικές αποχρώσεις ή χρωματισμοί κατά ζώνες ή περιοχές του αγγείου. Άλλοτε, χάρη σε διπλά επιχρίσματα, δημιουργούνταν στρώματα χρωμάτων, ενώ σε κάποια αγγεία επιδίωκαν τη χρωματική διαφορά ανάμεσα στην εξωτερική και την εσωτερική πλευρά.
Παρότι δεν έφεραν γραπτά διακοσμητικά μοτίβα σχεδιασμένα με πινέλο, τα θεωρούμενα “ακόσμητα” αυτά αγγεία αποδεικνύονται ότι ήταν, κατά μία άλλη έννοια, “διακοσμημένα” μέσω τεχνικών διαχείρισης του είδους και της θέσης των επιχρισμάτων και στη συνέχεια της όπτησης. Η μελέτη τους στη Θεόπετρα ανέδειξε, δηλαδή, την πολυπλοκότητα, διακοσμητικότητα και πολυχρωμία που μπορεί να χαρακτηρίζουν και την απλή οικοσκευή της Νεολιθικής και κάθε άλλο παρά δικαιολογούν τον όρο “μονόχρωμα” με τον οποίο συνήθως απλουστευτικά χαρακτηρίζονται αυτές οι κατηγορίες κεραμικής. Επίσης, ανέδειξε τους συνδυασμούς των κατασκευαστικών τεχνικών και τις παραδόσεις που ενσωματώνουν, οι οποίες δεν μένουν σταθερές αλλά μετασχηματίζονται μέσα στις ιδιαίτερες συγκυρίες της κατασκευής κάθε αγγείου και της χρήσης του.
Η απόθεση όλων αυτών των θραυσμάτων μέσα στο σπήλαιο όταν είναι πλέον άχρηστα αντικείμενα φαίνεται να μην συνιστά τυχαία επιλογή. Μάλλον είναι το αποτέλεσμα σκόπιμης πρακτικής που ίσως εμπεριέχει και συμβολισμό, ακόμα και εάν λειτουργεί υποσυνείδητα: η επί τόπου κατάχωση των καταλοίπων της κεραμικής μπορεί να υπογραμμίζει τη σημασία του χώρου του σπηλαίου ως τόπου προγονικού και τόπου μνήμης σε κάθε επόμενη γενιά που ζει στο σπήλαιο. Πρόκειται για μια ιδεολογία σύνδεσης με τον τόπο και το τοπίο, που είναι ήδη γνωστή στους πληθυσμούς της θεσσαλικής πεδιάδας: εκδηλώνεται και με την δημιουργία οικισμών-γηλόφων οι οποίοι σχηματίζονται από τη συνεχή κατοίκηση που συσσωρεύεται πάνω στα κατάλοιπα των παλαιότερων σπιτιών. Η κεραμική καταλήγει, όταν αχρηστεύεται, να είναι το κύριο υλικό με το οποίο “οικοδομείται” αυτή η συνέχεια. Μέσα στο σπήλαιο ένας τέτοιος “γήλοφος” από τις επάλληλες καταχώσεις συμβολίζει τη συνέχεια και την μακραίωνη ιστορία της κοινότητας του σπηλαίου στον ίδιο χώρο.
Ανασκαφή της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας